- καέν
- καίωkindleaor part pass neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σποδούμαι — όομαι, Α [σποδός] παθ. 1. κατακαίομαι και μεταβάλλομαι σε στάχτη («κάρδαμον ἄγριον καέν καὶ σποδωθέν», Ιπποκρ.) 2. καλύπτομαι με στάχτη («έσποδώσαντο τὰς κεφαλὰς αὐτῶν», ΠΔ) … Dictionary of Greek
Βερονέζε, Πάολο — (Paolo Veronese, Βερόνα 1528 – Βενετία 1588). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου Πάολο Καλιάρι (Paolo Caliari). Ο Β. πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στη Βερόνα. Δεν έχει ακόμα εξακριβωθεί αν o πρώτος του δάσκαλος ήταν ο πατέρας του,… … Dictionary of Greek
Ρενό, Λουί — (Renault, Oτέν 1843 – Παρίσι 1918). Γάλλος νομομαθής. Διετέλεσε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Ντιζόν και αργότερα του Παρισιού· από το 1881 νομικός σύμβουλος του υπουργού Εξωτερικών, μέλος του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου της Χάγης, μέλος… … Dictionary of Greek